Το κορίτσι με το κόκκινο ποδήλατο


Υπήρχε κάποτε μια πόλη. Ήταν σαν όλες τις πόλεις που ξέρεις. Με ψηλά γκρίζα κτίρια, αυτοκίνητα και ανθρώπους- λυπημένους ανθρώπους. Δεν έχει σημασία τ' όνομά της. 

Κάθε πρωί η πόλη ξυπνούσε. Κάθε μέρα την ίδια ώρα. Οι άνθρωποι σαν καλοκουρδισμένες μηχανές πηγαίναν βιαστικοί στις δουλειές τους. Κυνηγημένοι από τον χρόνο κυνηγούσαν το χρήμα. Πανικόβλητοι, απελπισμένοι, θυμωμένοι έβγαιναν στον δρόμο.

Είχαν ξεχάσει από καιρό πώς είναι να 'σαι παιδί. Πώς σου χαϊδεύει ο αέρας το πρόσωπο όταν κουνιέσαι απαλά στην κούνια, πώς μπορεί μια τόση δα γρατζουνιά να σε κάνει να κλάψεις και πώς με μια αγκαλιά κι ένα φιλί στο μέτωπο γινόσουν ξανά χαρούμενος. Οι παιδικές εκείνες γρατζουνιές είχαν δώσει τη θέση τους σε ανοιχτές πληγές. Όχι πια στα γόνατα αλλά στις ψυχές τους. Τα δάκρυα είχαν στερέψει από καιρό. Όσο για τις αγκαλιές...

Δεν υπάρχει χρόνος! 
Ο χρόνος τρέχει! 
Κι αν δεν μείνεις πιστός στο πρόγραμμα... 
ΠΑΝΙΚΟΣ!

Σ'αυτή την ίδια πόλη υπήρχε ένα σπίτι. Ένα μικρό, χαμηλό σπιτάκι με σκεπή και μια αυλή με πολύχρωμα λουλούδια. Ήταν πολύ μικρό για να χωρέσει την πολυτέλεια των γκρίζων διαμερισμάτων μα αρκετά μεγάλο για να χωρέσει όνειρα και αγκαλιές και χαμόγελα...! Κι εκεί ζούσε ένα κορίτσι, τόσο διαφορετικό από τους υπόλοιπους ανθρώπους της πόλης! Ήταν κάποτε κι αυτή σαν όλους τους άλλους, γκρίζα και θλιμμένη. Με πληγιασμένη ψυχή και μάτια στερεμένα. Κι αν έβγαινε από το πρόγραμμα; ΠΑΝΙΚΟΣ! Όμως μια μέρα έβαλε χρωματιστά φορέματα, πήρε ένα κόκκινο ποδήλατο κι έζησε σ' εκείνο το παράξενο σπιτάκι με την αυλή.

Κάθε πρωί, όταν η πόλη ξυπνούσε, έπαιρνε το κόκκινο ποδήλατό της και μπερδευόταν με τους σκυθρωπούς ανθρώπους. Τους καλημέριζε, τους χαμογελούσε μα οι περισσότεροι δε της έδιναν σημασία. Ήταν τόσο απασχολημένοι! Τη θεωρούσαν άλλωστε τόσο αλλόκοτη και τόσο αταίριαστη! Τους παραξένευε το χαμόγελό της! Τους ενοχλούσαν τα φανταχτερά ρούχα, τα μακριά λυτά μαλλιά, το κόκκινο ποδήλατο. "Μα πώς μπορεί και είναι τόσο χαρούμενη;", έλεγαν. "Δεν την κυνηγάει ο χρόνος;". Μα φυσικά και την κυνηγούσε! Μόνο που εκείνη είχε αποφασίσει να κυνηγήσει τη ζωή! Βέβαια ήταν κι αυτή λίγο άπληστη! Εκείνη δε την ενδιέφερε το χρήμα αλλά να, δεν της έφτανε η δική της χαρά. Ήθελε να διώξει το γκρίζο και τη θλίψη και των άλλων ανθρώπων. Ήθελε να κλείσει και τις δικές τους πληγές. Κι αν υπήρχε ένα πράγμα που ήθελε πιο πολύ απ' όλα ήταν να καταφέρει να χρωματίσει έστω κι ένα από τα γκρίζα παράθυρα εκείνης της πόλης. Έστω ένα! Τους αγαπούσε όλους εκείνους τους γκρίζους ανθρώπους. 

Μα φυσικά και την κυνηγούσε ο χρόνος!

Ένα πρωί πήρε το κόκκινο ποδήλατο, άνοιξε την αυλόπορτα, βγήκε στον δρόμο, μπερδεύτηκε με τους θλιμμένους ανθρώπους και χάθηκε. Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε κι αν κατάφερε να χρωματίσει εκείνο το γκρίζο παράθυρο που τόσο ήθελε. Την έφτασε ο χρόνος!

Και τους αγαπούσε αλήθεια όλους εκείνους τους ανθρώπους!



Δεν έχει σημασία αν τα κατάφερε. 
Σημασία έχει ότι δεν προσπάθησε να ξεφύγει από το γκρίζο. 
Έφτιαξε τα δικά της χρώματα για να ζει χαρούμενη μέσα σ'αυτό. 
Κι ίσως να μην άλλαξε τη ζωή κανενός ανθρώπου προς το καλύτερο. 
Αρκεί που ξέρεις ότι είχε την πρόθεση να το κάνει. 
Αρκεί να ξέρεις ότι κάποτε υπήρξε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις